- ἐξηφάνισε
- ἐκ-ἀφανίζωmake unseenaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαφανίζω — (AM ἐξαφανίζω) [αφανίζω] 1. καταστρέφω τελείως, εξολοθρεύω («γένος ἐξηφάνισε», Ιώσ.) 2. κάνω κάτι άφαντο («εξαφάνισε το γράμμα») 3. (μεσ. και παθ.) εκλείπω νεοελλ. κρύβω («εξαφάνισε το πτώμα») … Dictionary of Greek